-
1 τολμη
adv. отважно, смело Soph. -
2 τόλμη
η1) смелость, дерзость, отвага; готовность рисковать;αυτό θέλει τόλμη — для этого нужна смелость;
2) дерзость, наглость, нахальство -
3 τόλμη
τολμάωBodl. Quarterly Record: pres imperat act 2nd sg (doric)τολμάωBodl. Quarterly Record: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)τολμάωBodl. Quarterly Record: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————τόλμαcourage: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 τόλμῃ
Βλ. λ. τόλμη -
5 τόλμη
[толми] ουσ. Θ. отвага, смелость, дерзость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τόλμη
-
6 τόλμη
[толми] ουσ θ отвага, смелость, дерзость. -
7 τόλμη
-
8 τόλμη
cesaret, yüreklilik, atılganlık -
9 τόλμη
audace -
10 τόλμη
1) odwaga (f) rzecz.2) śmiałość (f) rzecz.3) zuchwałość (f) rzecz. -
11 τόλμη
1) odvaha2) opovážlivost3) smělost4) troufalost -
12 τόλμη
1) boldness2) daringΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τόλμη
-
13 τόλμηι
τόλμῃ, τόλμαcourage: fem dat sg (attic epic ionic) -
14 opovážlivost
τόλμη -
15 boldness
τόλμη -
16 τόλμα
τόλμα, ἡ, auch τόλμη, der Muth, Etwas zu unternehmen, Kühnheit, Dreistigkeit; Pind. τόλμα καὶ δύναμις ἕσποιτο, Ol. 9, 82; εὐϑεῖα, 13, 11; τόλμᾳ τε καὶ σϑένει, P. 10, 24, u. öfter; τόλμας ἀφαιρεῖν, Eur. Suppl. 465; τόλμης ἕκατι κἀδίκου φρονήματος, Aesch. Ch. 990; πῶς οὖν ὁ λῃστὴς ἐς τόδ ἂν τόλμης ἔβη, Soph. O. R. 125 u. öfter, wie Eur., σὺ τόλμαν τήνδ' ἔτλης ἀμήχανον Hec. 1123, τί τέρμα τόλμης γενήσεται Hipp. 937; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας, Ar. Th. 702; Her. 7, 135; καὶ ἀναίδεια, Dem.; Aesch. 1, 24; Plat. oft, καὶ ϑρασύτης, Lach. 197 b; καὶ ἀναισχυντία, Apol. 384; Folgde; auch das Unterfangen, das Wagniß, Aesch. Ch. 1025; als eigtl. att. gilt τόλμη, nach Ellendt überall bei den Tragg. herzustellen; doch findet sich τόλμα auch Eur. Andr. 702 Ion 1264. – Verwandt mit ΤΑΆΩ, ΤΑΛΑ'Ω, tolerare.
-
17 отвага
-
18 храбрость
храбрость ж η παλικαριά, η τόλμη, η γενναιότητα· проявить \храбрость επιδείχνω παλικαριά* * *жη παλικαριά, η τόλμη, η γενναιότηταпрояви́ть хра́брость — επιδείχνω παλικαριά
-
19 τόλμα
τόλμ-ᾰ, ης, ἡ, also [full] τόλμη, which Phryn.PSp.114 B. compares with πρύμνη for πρύμνα: but (apart fromAπρὸς τόλμην πεσεῖν S.Ichn. 11
(Pap.), which is not guaranteed by the metre) only the form τόλμᾰ (acc. τόλμᾰν, e. g. E.IT 862 ) occurs in [dialect] Att. and Trag., E.Andr. 702, Ion 1264, Fr. 426 (in E. Ion 1416, ἥ γε τόλμα σου (cj. Jodrell) is the prob.l.), Th.3.82, 6.59, Pl.La. 193d, R. 575a, Gal.15.144, POxy.1119.8 (iii A. D.), etc.; so in [dialect] Ion., Hdt. 7.135; but τόλμη (nom.) in Clitarch. 35J., acc. cod.Alex.: [dialect] Dor. [full] τόλμᾱ, Pi. O.9.82, 13.11:—courage, hardihood, Pi. ll. cc., Hdt.2.121.ζ, Trag. and [dialect] Att. (v. supr.); τόλμα καλῶν courage for noble acts, Pi.N.7.59; τῶνδε τόλμαν σχεθεῖν to have courage or nerve for this business, A. Pr.16.2 in bad sense, over-boldness, recklessness, Id.Ch. 1004 ( 996);πῶς οὖν.. ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT 125
, cf. E. Ion 1264, etc.;τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας Ar.Th. 702
;τ. ἀλόγιστος Th.3.82
, cf. 6.59;τ. καὶ ἀναίδεια Antipho 3.3.5
, Is.6.46;θρασύτης καὶ τ. Pl.La. 197b
;τ. καὶ ἀναισχυντία Id.Ap. 38d
;ἡ ἄφρων τ. Id.La. 193d
. -
20 τόλμα
τόλμα, ης, ἡ (Ionic/Att. form of τόλμη; Pind., Hdt.+; Diod S 18, 25, 1; SIG 709, 25 [107 B.C.]; POxy 1119, 8; PFlor 382, 48; LXX; Jos., Bell. 4, 424, Ant. 14, 474, Vi. 222; SibOr 4, 154; Just., D. 79, 2; Tat. 14, 1) audacity 1 Cl 30:8 (w. θράσος [as Socrat., Ep. 14, 1=p. 252 Malherbe], αὐθάδεια).—DELG s.v. τόλμη. M-M. s.v. τολμάω. Sv.
См. также в других словарях:
τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… … Dictionary of Greek
τόλμη — η 1. θάρρος, αφοβία, αποφασιστικότητα. 2. θράσος, αναίδεια: Είχε την τόλμη να μου ζητήσει και τα ρέστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόλμη — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres imperat act 2nd sg (doric) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόλμῃ — τόλμα courage fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόλμηι — τόλμῃ , τόλμα courage fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
εύτολμος — η, ο (ΑΜ εύτολμος, ον) αυτός που έχει τόλμη, ο τολμηρός, ο θαρραλέος, ο σθεναρός νεοελλ. μσν. αποφασιστικός αρχ. επιγρ. (με κακή σημ.) θρασύς. επίρρ... ευτόλμως και εύτολμα (ΑΜ εὐτόλμως, Μ και εὔτολμα) με πολλή τόλμη, με πολύ θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek